υπεροξείδιο

υπεροξείδιο
το
(χημ.), οξείδιο μετάλλου που περιέχει σε μόριο δύο άτομα μετάλλου και δύο άτομα οξυγόνου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεροξείδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία ανόργανων ή οργανικών χημικών ενώσεων οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους δύο άτομα οξυγόνου συνδεδεμένα μεταξύ τους με έναν απλό ομοιοπολικό χημικό δεσμό («υπεροξείδιο τού μαγνησίου») 2. φρ. «υπεροξείδιο υδρογόνου»… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • βάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομεταλλουργία — Κλάδος της μεταλλουργίας. Ασχολείται με την παραγωγή και τον καθαρισμό των μεταλλευτικών προϊόντων μέσω της χρησιμοποίησης των θερμικών και ηλεκτρολυτικών ιδιοτήτων του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ηλεκτρικές βιομηχανικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στην …   Dictionary of Greek

  • λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • νάτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Na. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 11 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, ποτέ όμως σε ελεύθερη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • υδροϋπεροξείδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων, μονοϋποκατεστημένων παραγώγων τού υπεροξειδίου τού υδρογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. hydroperoxyde < hydro (< υδρ[ο] * + peroxyde (πρβλ. υπεροξείδιο)] …   Dictionary of Greek

  • υπερανθρακικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερανθρακικό άλας» χημ. υπεράλας που λαμβάνεται με επίδραση διοξειδίου τού άνθρακα σε ένα μεταλλικό υπεροξείδιο, σε θερμοκρασία 0°C, ή με ανοδική οξείδωση κατά την ηλεκτρόλυση πυκνού διαλύματος ανθρακικού άλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”